گؤز
Αζεριανά (az) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
گؤز (az)
- το μάτι
Κλίση επεξεργασία
κλίση του گؤز
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | گؤز | گؤزلر |
αιτιατική | گؤزو | گؤزلری |
δοτική | گؤزه | گؤزلره |
τοπική | گؤزده | گؤزلرده |
αφαιρετική | گؤزدن | گؤزلردن |
γενική | گؤزون | گؤزلرین |