Πρόθεση

επεξεργασία

אֵת (he) (ετ)

  • Πρόθεση που προηγείται ουσιαστικών συνήθως στην αιτιατική ή επικολλάται σε αντωνυμίες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

אֵת (he) (ετ) αρσενικό