ђурђевак
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dʑuːrdʑevak/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαђурђевак (sh) (λατινική γραφή: đurđevak) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του ђурђевак
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ђурђевак | ђурђевци |
γενική | ђурђевка | ђурђевака |
δοτική | ђурђевку | ђурђевцима |
αιτιατική | ђурђевак | ђурђевке |
κλητική | ђурђевче | ђурђевци |
τοπική | ђурђевку | ђурђевцима |
οργανική | ђурђевком | ђурђевцима |