Ουσιαστικό

επεξεργασία

аеродром (sr) (λατινική γραφή: aerodrom) αρσενικό

  1. το αεροδρόμιο
  2. ο αερολιμένας


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

аеродром (mk) αρσενικό (aerodrom)

  1. το αεροδρόμιο
  2. ο αερολιμένας