ωσεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωσεί < αρχαία ελληνική ὡσεί
Επίρρημα
επεξεργασίαωσεί (τροπικό)
- σαν, με τον ίδιο τρόπο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ωσεί παρών: σαν να ήταν παρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωσεί
|
Δείτε επίσης : ὡσεί |
ωσεί (τροπικό)
|