ψωμαρρωστιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμαρρωστιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμαρρωστιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) ψευδοασθένεια· ψεύτικη αρρώστια, ασθένεια που υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμαρρωστιά
|
Πηγές επεξεργασία
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 464.