Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδῶς < ψευδής

  Επίρρημα

επεξεργασία

ψευδῶς αρσενικό

  • με ψευδή, αναληθή τρόπο, στα ψέματα
  • καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται, γράψας τήν τε ἐκ Σαλαμῖνος προάγγελσιν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ τὴν τῶν γεφυρῶν, ἣν ψευδῶς προσεποιήσατο, τότε δι᾽ αὑτὸν οὐ διάλυσιν