χηραμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχηραμίς < χηραμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηραμίς-ίδος θηλυκό (ίσως χηραμύς)
- πλατύ και σχετικά βαθύ όστρακο που το χρησιμοποιούσαν για μέτρο υγρών
χηραμίς < χηραμός
χηραμίς-ίδος θηλυκό (ίσως χηραμύς)