χημικό απολίθωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
χημικό απολίθωμα θηλυκό
- (χημεία): απολίθωμα χημικής ουσίας όπως π.χ. οι πορφυρίνες και τα αλκάνια
Σημειώσεις επεξεργασία
- η παρουσία τους αποκαλύπτει την ύπαρξή τους πριν τον σχηματισμό των βράχων στους οποίους εντοπίζονται.
Μεταφράσεις επεξεργασία
χημικό απολίθωμα
|