Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαντράρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
χαντράρω
(el)
περνώ χάντρες (πχ. σε σχοινί, νήμα, κλωστή, αλυσίδα κτλ.)
διακοσμώ με χάντρες
διατρυπώ βώλους για να γίνουν χάντρες,
χαντροποιώ
,
χανδροποιώ