Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

χαντράρω (el)

  1. περνώ χάντρες (πχ. σε σχοινί, νήμα, κλωστή, αλυσίδα κτλ.)
  2. διακοσμώ με χάντρες
  3. διατρυπώ βώλους για να γίνουν χάντρες, χαντροποιώ, χανδροποιώ