Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαικέρασος < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χαμοκέρασο (αγριοφράουλα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμαικέρασος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία