Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωλεία < φωλεά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωλεία θηλυκό

  1. το φώλιασμα για ζώα αλλά και μεταφορικά για ανθρώπους
  2. η χειμερία νάρκη της αρκούδας