φυραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυραίνω < αρχαία ελληνικό ρήμα φυράω-ῶ (ζυμώνω, ανακατώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαφυραίνω
- (για ανθρώπους) έχω αρχίσει και παρουσιάζω προβλήματα στη μνήμη και γενικά στις πνευματικές ικανότητες λόγω ηλικίας
- (για υλικά) μειώνονται σε όγκο, συρρικνώνονται, ελαττώνονται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυραίνω
|