Ετυμολογία

επεξεργασία
φυραίνω < αρχαία ελληνικό ρήμα φυράω-ῶ (ζυμώνω, ανακατώνω)

φυραίνω

  1. (για ανθρώπους) έχω αρχίσει και παρουσιάζω προβλήματα στη μνήμη και γενικά στις πνευματικές ικανότητες λόγω ηλικίας
  2. (για υλικά) μειώνονται σε όγκο, συρρικνώνονται, ελαττώνονται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία