Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυρί φυρί < τουρκική επιρρηματική φράση fırıl fırıl (κυκλικά, αμήχανα)

  Επίρρημα επεξεργασία

φυρί φυρί ( και φιρί φιρί, ίσως το υ για την διαφορετική προφορά του ı σε σύγκριση με το i)

  • επιδιώκοντας, προκαλώντας, για κάτι που πάει να γίνει, που κάποιος "πάει γυρεύοντας" να πετύχει ενώ κατά βάθος δεν τον συμφέρει,
  • φιρί φιρί το πας τελικά να τσακωθούμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία