Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγγάνω < φύγδα και φύγδην επιρρήματα < φυγάς

φυγγάνω

  • δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία