Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλάμπελος < φίλος και ἄμπελος

  Επίθετο επεξεργασία

φιλάμπελος, ος, ον

  1. που αγαπά το κρασί
  2. που αγαπά και φροντίζει τα αμπέλια (π.χ. Θεός)
  3. που είναι πλουσιος σε αμπέλια (περιοχή)