Ετυμολογία

επεξεργασία
φθίνυλλα < φθίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φθίνυλλα

  • η λιμασμένη, περιπαικτικός χαρακτηρισμός της πολύ αδύνατης, της κοκαλιάρας

Συγγενικά

επεξεργασία