υποχονδριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποχονδριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαυποχονδριάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποχονδριάζω | υποχονδρίαζα | θα υποχονδριάζω | να υποχονδριάζω | υποχονδριάζοντας | |
β' ενικ. | υποχονδριάζεις | υποχονδρίαζες | θα υποχονδριάζεις | να υποχονδριάζεις | υποχονδρίαζε | |
γ' ενικ. | υποχονδριάζει | υποχονδρίαζε | θα υποχονδριάζει | να υποχονδριάζει | ||
α' πληθ. | υποχονδριάζουμε | υποχονδριάζαμε | θα υποχονδριάζουμε | να υποχονδριάζουμε | ||
β' πληθ. | υποχονδριάζετε | υποχονδριάζατε | θα υποχονδριάζετε | να υποχονδριάζετε | υποχονδριάζετε | |
γ' πληθ. | υποχονδριάζουν(ε) | υποχονδρίαζαν υποχονδριάζαν(ε) |
θα υποχονδριάζουν(ε) | να υποχονδριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποχονδρίασα | θα υποχονδριάσω | να υποχονδριάσω | υποχονδριάσει | ||
β' ενικ. | υποχονδρίασες | θα υποχονδριάσεις | να υποχονδριάσεις | υποχονδρίασε | ||
γ' ενικ. | υποχονδρίασε | θα υποχονδριάσει | να υποχονδριάσει | |||
α' πληθ. | υποχονδριάσαμε | θα υποχονδριάσουμε | να υποχονδριάσουμε | |||
β' πληθ. | υποχονδριάσατε | θα υποχονδριάσετε | να υποχονδριάσετε | υποχονδριάστε | ||
γ' πληθ. | υποχονδρίασαν υποχονδριάσαν(ε) |
θα υποχονδριάσουν(ε) | να υποχονδριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποχονδριάσει | είχα υποχονδριάσει | θα έχω υποχονδριάσει | να έχω υποχονδριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποχονδριάσει | είχες υποχονδριάσει | θα έχεις υποχονδριάσει | να έχεις υποχονδριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποχονδριάσει | είχε υποχονδριάσει | θα έχει υποχονδριάσει | να έχει υποχονδριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποχονδριάσει | είχαμε υποχονδριάσει | θα έχουμε υποχονδριάσει | να έχουμε υποχονδριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποχονδριάσει | είχατε υποχονδριάσει | θα έχετε υποχονδριάσει | να έχετε υποχονδριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποχονδριάσει | είχαν υποχονδριάσει | θα έχουν υποχονδριάσει | να έχουν υποχονδριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποχονδριάζω
|