Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποέργο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποέργο ουδέτερο

  • τμήμα έργου

  Μεταφράσεις επεξεργασία