Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τυμπανιαίοι

  1. τυμπανιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. τυμπανιαίος, στην κλητική του πληθυντικού