Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Σύστημα τρόχιλων και ιμάντα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρόχιλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρόχιλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία