Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τραχηλιαίο

  1. τραχηλιαίος, στην αιτιατική του ενικού

τραχηλιαίο, ουδέτερο του τραχηλιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού