Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τραχηλιαίο

  1. τραχηλιαίος, στην αιτιατική του ενικού

τραχηλιαίο, ουδέτερο του τραχηλιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού