τρέχον μέτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρέχον μέτρο < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τρέχον μέτρο ουδέτερο
- μονάδα μέτρησης για εργασίες που, αν και αναφέρονται σε επιφάνειες ή όγκους, υπολογίζονται με βάση τη μία διάσταση
- για τα κάγκελα και τα κουφώματα θα με πληρώσεις με βάση το τρέχον μέτρο και για τους τοίχους με το τετραγωνικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρέχον μέτρο
|