Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρέχον μέτρο < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

τρέχον μέτρο ουδέτερο

  1. μονάδα μέτρησης για εργασίες που, αν και αναφέρονται σε επιφάνειες ή όγκους, υπολογίζονται με βάση τη μία διάσταση
    για τα κάγκελα και τα κουφώματα θα με πληρώσεις με βάση το τρέχον μέτρο και για τους τοίχους με το τετραγωνικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία