Ετυμολογία

επεξεργασία
τράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τράφος αρσενικό

  • (νησιωτική διάλεκτος) πέτρινο χώρισμα αγροτεμαχίων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία