Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράφος αρσενικό

  • (νησιωτική διάλεκτος) πέτρινο χώρισμα αγροτεμαχίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία