τράνζιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τράνζιτο <αγγλ. transit
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράνζιτο ουδέτερο
- Η μεταφορά εμπορευμάτων από ένα μέρος σε άλλο διαμέσου ενός σταθμού χωρίς την καταβολή τελωνειακών δασμών και μετά από σύντομη παραμονή σε αυτόν.
- Ο χωρίς τελωνειακό έλεγχο (για επιβάτες ή εμπορεύματα που περνούν από μια χώρα).
- μτφ. Η γρήγορη διέλευση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τράνζιτο
|