Ετυμολογία

επεξεργασία
τουλουμιάζω < λείπει η ετυμολογία

τουλουμιάζω

  1. (για τυρί) τοποθετώ μέσα σε τουλούμι
  2. (λαϊκό, μεταφορικά) ξυλοκοπώ κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία