τουλουμιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουλουμιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατουλουμιάζω
- (για τυρί) τοποθετώ μέσα σε τουλούμι
- (λαϊκό, μεταφορικά) ξυλοκοπώ κάποιον
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τουλούμι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τουλουμιάζω | τουλούμιαζα | θα τουλουμιάζω | να τουλουμιάζω | τουλουμιάζοντας | |
β' ενικ. | τουλουμιάζεις | τουλούμιαζες | θα τουλουμιάζεις | να τουλουμιάζεις | τουλούμιαζε | |
γ' ενικ. | τουλουμιάζει | τουλούμιαζε | θα τουλουμιάζει | να τουλουμιάζει | ||
α' πληθ. | τουλουμιάζουμε | τουλουμιάζαμε | θα τουλουμιάζουμε | να τουλουμιάζουμε | ||
β' πληθ. | τουλουμιάζετε | τουλουμιάζατε | θα τουλουμιάζετε | να τουλουμιάζετε | τουλουμιάζετε | |
γ' πληθ. | τουλουμιάζουν(ε) | τουλούμιαζαν τουλουμιάζαν(ε) |
θα τουλουμιάζουν(ε) | να τουλουμιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τουλούμιασα | θα τουλουμιάσω | να τουλουμιάσω | τουλουμιάσει | ||
β' ενικ. | τουλούμιασες | θα τουλουμιάσεις | να τουλουμιάσεις | τουλούμιασε | ||
γ' ενικ. | τουλούμιασε | θα τουλουμιάσει | να τουλουμιάσει | |||
α' πληθ. | τουλουμιάσαμε | θα τουλουμιάσουμε | να τουλουμιάσουμε | |||
β' πληθ. | τουλουμιάσατε | θα τουλουμιάσετε | να τουλουμιάσετε | τουλουμιάστε | ||
γ' πληθ. | τουλούμιασαν τουλουμιάσαν(ε) |
θα τουλουμιάσουν(ε) | να τουλουμιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τουλουμιάσει | είχα τουλουμιάσει | θα έχω τουλουμιάσει | να έχω τουλουμιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τουλουμιάσει | είχες τουλουμιάσει | θα έχεις τουλουμιάσει | να έχεις τουλουμιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τουλουμιάσει | είχε τουλουμιάσει | θα έχει τουλουμιάσει | να έχει τουλουμιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τουλουμιάσει | είχαμε τουλουμιάσει | θα έχουμε τουλουμιάσει | να έχουμε τουλουμιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τουλουμιάσει | είχατε τουλουμιάσει | θα έχετε τουλουμιάσει | να έχετε τουλουμιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τουλουμιάσει | είχαν τουλουμιάσει | θα έχουν τουλουμιάσει | να έχουν τουλουμιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουλουμιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- τουλουμιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τουλουμιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)