τοκάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοκάτα θηλυκό
- (μουσική) σύνθεση (συνήθως για πληκτροφόρο όργανο) που δίνει έμφαση στη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τοκάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκάτα
|