Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοκάτα < ιταλική toccata < toccare = αγγίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοκάτα θηλυκό

  • (μουσική) σύνθεση (συνήθως για πληκτροφόρο όργανο) που δίνει έμφαση στη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία