τζαρτζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαρτζάρω < Αγγλικό ρήμα "charge"
Ρήμα επεξεργασία
τζαρτζάρω
- επιτίθεμαι, εφορμώ, παρενοχλώ τον αντίπαλο με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαρτζάρω
|
τζαρτζάρω
|