Ετυμολογία

επεξεργασία
τζαρτζάρω < Αγγλικό ρήμα "charge"

τζαρτζάρω

  • επιτίθεμαι, εφορμώ, παρενοχλώ τον αντίπαλο με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία