Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκτονική λίμνη < → δείτε τις λέξεις τεκτονική και λίμνη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

τεκτονική λίμνη θηλυκό

  • (γεωλογία, γεωγραφία) λίμνη που σχηματίσθηκε σε κοίλωμα που δημιουργήθηκε από τεκτονικές βυθίσεις και ρήγματα της λιθόσφαιρας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία