ταυτολογώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυτολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ταυτολογώ
- λέω τα ίδια πράγματα, επαναλαμβάνω κάτι που έχω ήδη πει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταυτολογώ
|
ταυτολογώ
|