Ετυμολογία

επεξεργασία
τακουί < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τακουί ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) πορτοφόλι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία