συνεπίκουρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπίκουρα < συνεπίκουρος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίασυνεπίκουρα
- με συνεπίκουρο τρόπο, με συνεπικουρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεπίκουρα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυνεπίκουρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνεπίκουρος