συναρθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναρθρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασυναρθρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναρθρώνω | συνάρθρωνα | θα συναρθρώνω | να συναρθρώνω | συναρθρώνοντας | |
β' ενικ. | συναρθρώνεις | συνάρθρωνες | θα συναρθρώνεις | να συναρθρώνεις | συνάρθρωνε | |
γ' ενικ. | συναρθρώνει | συνάρθρωνε | θα συναρθρώνει | να συναρθρώνει | ||
α' πληθ. | συναρθρώνουμε | συναρθρώναμε | θα συναρθρώνουμε | να συναρθρώνουμε | ||
β' πληθ. | συναρθρώνετε | συναρθρώνατε | θα συναρθρώνετε | να συναρθρώνετε | συναρθρώνετε | |
γ' πληθ. | συναρθρώνουν(ε) | συνάρθρωναν συναρθρώναν(ε) |
θα συναρθρώνουν(ε) | να συναρθρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνάρθρωσα | θα συναρθρώσω | να συναρθρώσω | συναρθρώσει | ||
β' ενικ. | συνάρθρωσες | θα συναρθρώσεις | να συναρθρώσεις | συνάρθρωσε | ||
γ' ενικ. | συνάρθρωσε | θα συναρθρώσει | να συναρθρώσει | |||
α' πληθ. | συναρθρώσαμε | θα συναρθρώσουμε | να συναρθρώσουμε | |||
β' πληθ. | συναρθρώσατε | θα συναρθρώσετε | να συναρθρώσετε | συναρθρώστε | ||
γ' πληθ. | συνάρθρωσαν συναρθρώσαν(ε) |
θα συναρθρώσουν(ε) | να συναρθρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναρθρώσει | είχα συναρθρώσει | θα έχω συναρθρώσει | να έχω συναρθρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναρθρώσει | είχες συναρθρώσει | θα έχεις συναρθρώσει | να έχεις συναρθρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναρθρώσει | είχε συναρθρώσει | θα έχει συναρθρώσει | να έχει συναρθρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναρθρώσει | είχαμε συναρθρώσει | θα έχουμε συναρθρώσει | να έχουμε συναρθρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναρθρώσει | είχατε συναρθρώσει | θα έχετε συναρθρώσει | να έχετε συναρθρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναρθρώσει | είχαν συναρθρώσει | θα έχουν συναρθρώσει | να έχουν συναρθρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναρθρώνω
|