Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπλαχνότη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπλαχνότη
<
σπλαχνότητα
<
αρχαία ελληνική
εὐσπλαγχνία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπλαχνότη
θηλυκό
(
λαϊκότροπο
,
παρωχημένο
) η
ευσπλαχνία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σπλαχνότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπλαχνότη
→
δείτε
τη λέξη
ευσπλαχνία