Ετυμολογία

επεξεργασία
σουραυλίζω < λείπει η ετυμολογία

σουραυλίζω

  1. φλογερίζω
  2. μικροδουλεύω κάτι λεπτεπίλεπτο με υπομονή


  Μεταφράσεις

επεξεργασία