Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθανόν από το τουρκικό su (tr) (νερό)

  Ρήμα επεξεργασία

σουλαντίζω

  • καταβρέχω
Σουλάντισε λίγο την αυλή να δοροσιστούμε.


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία