Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορακίζω < ἐς + κόρακας

  Ρήμα επεξεργασία

σκορακίζω μέλλων σκορακιώ

  1. διώχνω κάποιον στέλνοντάς τον ἐς κόρακας [στον διάβολο]
  2. αποδιώχνω, αναθεματίζω
  3. μεταχειρίζομαι κάτι περιφρονητικά

οὐδὲ ἀποστραφήσεται καὶ σκορακιεῖ καθάπερ ἀτέλεστόν τινα καὶ κατάσκοπον τῶν ἀπορρήτων.Λουκιανός «Ρητόρων διδάσκαλος» § 16.4

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία