σκερτσόζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκερτσόζα < από την ιταλική λέξη scherzoso-a που σημαίνει άτομο εύθυμο, συμπαθητικό, που κάνει πλάκα, έχει χιούμορ.
Επίθετο επεξεργασία
σκερτσόζα
- Επίθ. γένους θηλυκού που δείχνει άτομο εύθυμο, συμπαθητικό, που κάνει πλάκα, έχει χιούμορ.
- ο Στέλιος είναι ένας άνθρωπος ευχάριστος και σκερτσόζος. Μου είναι πολύ συμπαθής.