σινχάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σινχάλα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → δείτε τη λέξη σιναλεζική
σινχάλα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό