Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σινχάλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σινχάλα
άκλιτο
,
θηλυκό, μόνο στον ενικό
ή
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
→
δείτε
τη λέξη
σιναλεζική