σιλδεναφίλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιλδεναφίλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιλδεναφίλη θηλυκό
- φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας και της νευμονικής αρτηριακής υπέρτασης, το ενεργό συστατικό του Βιάγκρα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιλδεναφίλη
|