σεράι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σεράι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σεράι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη σαράι
- ※ Τότε, την ώρα που στέγνωναν επάνω τους τα ιδρωμένα ρούχα, άρχιζε να διηγείται αλλιώς, χωρίς λιβάνι, με λέξεις για τη σάρκα του κόσμου, για μελαγχολικούς σουλτάνους, έκφυλους ιερωμένους, αυτάρεσκες χορεύτριες, φορτωμένες κρίκους στα πόδια κι άλλες ομορφιές των σεραγιών, που καμάρωναν το είδωλό τους σε στέρνες κάτω από κυπαρίσσια και ροδοδάφνες. (Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. Πατάκης, 2016)