Ετυμολογία

επεξεργασία
σβεστήριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σβεστήριος, -α, -ον

  • αυτός που είναι κατάλληλος για κατάσβεση

Συγγενικά

επεξεργασία