ραμφί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραμφί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραμφί ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το ράμφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραμφί
→ δείτε τη λέξη ράμφος |
ραμφί ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη ράμφος |