πρωτοκαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρωτοκαθίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτοκαθίζω | πρωτοκάθιζα | θα πρωτοκαθίζω | να πρωτοκαθίζω | πρωτοκαθίζοντας | |
β' ενικ. | πρωτοκαθίζεις | πρωτοκάθιζες | θα πρωτοκαθίζεις | να πρωτοκαθίζεις | πρωτοκάθιζε | |
γ' ενικ. | πρωτοκαθίζει | πρωτοκάθιζε | θα πρωτοκαθίζει | να πρωτοκαθίζει | ||
α' πληθ. | πρωτοκαθίζουμε | πρωτοκαθίζαμε | θα πρωτοκαθίζουμε | να πρωτοκαθίζουμε | ||
β' πληθ. | πρωτοκαθίζετε | πρωτοκαθίζατε | θα πρωτοκαθίζετε | να πρωτοκαθίζετε | πρωτοκαθίζετε | |
γ' πληθ. | πρωτοκαθίζουν(ε) | πρωτοκάθιζαν πρωτοκαθίζαν(ε) |
θα πρωτοκαθίζουν(ε) | να πρωτοκαθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτοκάθισα | θα πρωτοκαθίσω | να πρωτοκαθίσω | πρωτοκαθίσει | ||
β' ενικ. | πρωτοκάθισες | θα πρωτοκαθίσεις | να πρωτοκαθίσεις | πρωτοκάθισε | ||
γ' ενικ. | πρωτοκάθισε | θα πρωτοκαθίσει | να πρωτοκαθίσει | |||
α' πληθ. | πρωτοκαθίσαμε | θα πρωτοκαθίσουμε | να πρωτοκαθίσουμε | |||
β' πληθ. | πρωτοκαθίσατε | θα πρωτοκαθίσετε | να πρωτοκαθίσετε | πρωτοκαθίστε | ||
γ' πληθ. | πρωτοκάθισαν πρωτοκαθίσαν(ε) |
θα πρωτοκαθίσουν(ε) | να πρωτοκαθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωτοκαθίσει | είχα πρωτοκαθίσει | θα έχω πρωτοκαθίσει | να έχω πρωτοκαθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωτοκαθίσει | είχες πρωτοκαθίσει | θα έχεις πρωτοκαθίσει | να έχεις πρωτοκαθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτοκαθίσει | είχε πρωτοκαθίσει | θα έχει πρωτοκαθίσει | να έχει πρωτοκαθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτοκαθίσει | είχαμε πρωτοκαθίσει | θα έχουμε πρωτοκαθίσει | να έχουμε πρωτοκαθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτοκαθίσει | είχατε πρωτοκαθίσει | θα έχετε πρωτοκαθίσει | να έχετε πρωτοκαθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτοκαθίσει | είχαν πρωτοκαθίσει | θα έχουν πρωτοκαθίσει | να έχουν πρωτοκαθίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοκαθίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοκαθίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)