Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοκαθίζω < πρωτο- + καθίζω

πρωτοκαθίζω

  1. (μεταβατικό) καθίζω κάποιον για πρώτη φορά
  2. (αμετάβατο) κάθομαι για πρώτη φορά ή πρώτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πρωτοκαθίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)