προσκτώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκτώμαι < αρχαία ελληνική προσκτάομαι / προσκτῶμαι < πρός + κτάομαι / κτῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίαπροσκτώμαι
- (αρχαιοπρεπές) αποκτώ κάτι επιπλέον, προσθέτοντάς στις κτήσεις μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσκτώμαι
|