Ετυμολογία

επεξεργασία
προσήκω < λείπει η ετυμολογία

προσήκω

  1. είμαι κοντά, έχω έρθει
  2. ανήκω σε κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση