προσήκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσήκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπροσήκω
- είμαι κοντά, έχω έρθει
- ανήκω σε κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- προσήκει (απρόσωπο)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προσήκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- προσήκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσήκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.