Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προκατακλυσμιαίο

  1. προκατακλυσμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

προκατακλυσμιαίο, ουδέτερο του προκατακλυσμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού