Ετυμολογία

επεξεργασία
πρεσβυτικῶς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρεσβυτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρεσβυτικῶς

Συγγενικά

επεξεργασία