Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραγματική πλάνη < → δείτε τις λέξεις πραγματική και πλάνη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πραγματική πλάνη θηλυκό

  • (νομικός όρος): γνώρισμα κατά το οποίο ο δράστης αξιόποινης πράξης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία