πούπετα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πούπετα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαπούπετα
- πουθενά
- ※ Δεν πάω πούπετα. Ακούτε; Διώχτε με!... Φκυαρίστε με στο δρόμο μαζί με τη γριά μου! (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
Μεταφράσεις
επεξεργασία πούπετα
|